Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 14, 2006

Η βλακεία της ειλικρίνειας - THE END

Ακουμπησμένος με τον ώμο στον τοίχο, ο γιάννης παρατηρούσε την ελπίδα να έχεο απορροφοθεί απο το χορό. Την χάζευε, του άρεσε αρκετά να την παρατηρεί.

"Θα μπορούσα να την ερωτευτώ παράφορα" σκέφτηκε.

Φυσικά και θα μπορούσε, άλλωστε ζούσαν αρκετά καλά και ήρεμα παο την στιγμή που την γνώρισε. Τα βρήσκανε σε πολλά σημεία, αρκετές φορές μπορούσαν να μιλήσουν με τ αμάτια ή με κάποιο νεύμα. Κάτι όμως τον κρατούσε, δεν γινόταν να αφεθεί ολοκληρωτικά, ήθελε αλλά δεν μπορούσε. Αυτό τον εκνευριζε, τον έκανε έξαλο με τον εαυτό του, θα έπρεπε να το αλλάξει.

Είχε δεί τις προσπάθειες της ειρήνης, αποφάσισε ότι έπρεπε να της μιλήσει. Ήξερε ότι αυτό θα τον απελευθέρωνε, αλλά χρειαζότανε να κρατήσει και αποστάσεις, ένιωθε την αντίδραση απο την πλευρά της ειρήνης και δεν ήθελε να φτάσει εκεί το πράγμα με τίποτα.

Την στιγμή που διαστραυρώνονται τα βλέμματα τους με την ελπίδα, της κάνει νόημα ότι επιστρέφει σύντομα, της στέλνεις ένα φιλι. Το βλέμμα της ελπίδας έμεινε καρφωμένο πάνω του, σαν να του ζητούσε να μην το κάνει, το κατάλαβε, το ένιωσε αλλά έπρεπε να το κάνει.
Για αυτόν, για αυτήν, για το δεσμό τους και τον ερωτά τους. Έπρεπε να απελευθερωθεί.
Της ψελίζει απο μακριά "συγνώμη" και αξαφανίζεται μέσα στο ημίφως.

Δεν έκανε πάνω απο 4-5 βήματα και την είδε να τον πλησιάζει. Δεν την άφησε να πεί τίποτα, την τράβηξε στην γωνία και ζήτησε να μάθει τι θέλει και τα κάνει όλα αυτά.

-εσένα και το κορμί σου, είναι απλό. Αυτό θέλω και αυτό θα πάρω.

Με λίγες λέξεις προσπάθησε να της εξηγήσει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει κάτ τέτοιο, όταν είχε την ευκαρία την πέταξε στα σκουπίδια και του φερότανε πολύ άσχημα. Τ'ωρα πλέον είναι αργά για όποια αρχή.

Η ειρήνη τον άκουγε αλλά το μυαλό της έτρεχε, χιλιάδες σκέψεις περνάγανε χωρίς σταματημό με κύριο θέμα τον γιάννη και το σεχ.

-Σε θέλω σήμερα, τώρα και για πάντα. Μην αντιστέκεσαι, ξέρεις ότι με θέλεις και σύ.

Τα λόγια αυτά της ειρήνης ήτανε ένα φοβερό χτύπημα για τον γιάννη. Προσπαθούσε αρκετό καιρό να το κρύψει ακόμα και απο τον εαυτό του ότι είναι αλήθεια. Έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες να απαγκιστρωθεί απο την αρρωστημένη αυτή κατάσταση. Η πρόοδος ήτανε φανερή ειδικά μετά το δεσμό του με την ελπίδα, αλλά η σκέψη ποτέ δεν έφυγε απο το μυαλό του.

-Δεν πρόκειται να με ξαναδείς ποτέ, κράτα την εικόνα μου χαραγμένη για πάντα στην μνήμη σου γιατί θα είναι το μόνο που θάχεις απο μένα να θυμάσαι. Τίποτα περισσότερο.

Τα λιγοστά λόγια του γιάννη και κάνει να φύγει. Τον πιάνει και με μια μάταια προσπάθεια προσπαθεί να του δώσει ένα φιλί. Δεν ήταν δύσκολο να την αποφύγει, άλλωστε αυτή ήτανε μικροκαμωμένη και ο γιάννης είχε δύο μέτρα πλάτες. Κάνοντας την κίνηση να ξεφύγει βλέπει με την άκρη του ματιού του, την ελπίδα να πλησιάζει, θόλωσε για μια στιγμή, μια μοιραία στιγμή στην οποία κατάφερε η ειρήνη να του σκάσει ένα φιλί, μισό μάγουλο μισό στόμα.

Η ελπίδα είδε όλο το σκηνικό, φτάνει μπροστά στον γιάννη ο οποίος έχει απομακρυνθεί 3-4 βήματα απο την ειρήνη και του λέει:

-ξέρω ότι δεν το ήθελες να γίνει, κατάλαβα επίσης όμως ότι δεν την έχεις ξεπεράσει. Δυστυχώς δεν μπορώ να έχω δίπλα μου κάποιον που ζεί και αναπνέει για μια άλλη γυναίκα. Λυπάμαι, νάσαι καλά και ευτυχισμένος.

Κάνει προσπάθεια να της μιλήσει, του κλείνει το στόμα με μια απαλή κίνηση των δακτύλων της, του δίνει ένα φιλί στο μάγουλο, ένα χάδι στα μαλλιά και με μια απότομη κίνηση εξαφανίστηκε.

Στεκότανε χαμένος, έβλεπε τα πάντα να καταρέουν δίπλα του. Δεν θα έμενε τίποτα όρθιο, κυρίως ό ίδιος. Άθελα του την πλήγωσε, αυτό που μισούσε να κάνει το έκανε στο άτομο που του στάθηκε, του έδωσε χέρι βοήθειας να γλυτώσει την κατηφόρα. Ένιωσε ταραχή, αηδία για τον ίδιο του τον εαυτό, απίστευτο εκνευρισμό. Δεν υπήρχε τίποτα δίπλα του, τα πάντα είχαν χαθεί, ένιωθε άδειος, παγωμένος.

Όλες αυτές οι σκέψεις χάθηκαν με την χροιά της φωνής της ειρήνης.

-Λοιπόν, τώρα που ξεμπέρδεψε η κατάσταση για που λές? Σπίτι σου ή σπίτι μου?

Γύρισε, την κοίταξε στα μάτια. Προσπάθησε να δεί κάτι απο αυτό που τον κράταγε καιρό κολλημένο στα μάτια αυτά. Μάταιο όμως, δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα. Αναρωτήθηκε αν τελικά άξιζαν όλα αυτά για ένα τόσο ψυχρό άτομο όπως η ειρήνη. Τι τον κράταγε τόσο καιρό κολλημένο με την ύπαρξη της?

Απλώνει το χέρι του, το ακουμπα στον λαιμό της, πίσω απο τα μαλλία της. Με ήρεμη φωνή της λέει:

-Κράτα την εικόνα μου γιατί θα είναι το μόνο που θα έχεις για να με θυμάσαι, τίποτα περισσότερο, μόνο αυτό.

Γυρίζει σιγά σιγά με κατευθυνση προς την πόρτα, βάζει το πέτσινο και βγαίνει στην δροσιά της νύχτας. Ένιωθε να πνιγότανε, κοντοστάθηκε και έστριψε ένα τσιγάρο. Το ανάβει, τραβάει την πρώτη τζούρα και έχει βρεθεί κάποια μέτρα μακρυά όταν άκουγε την ελπίδα να τον φωνάζει μέσα στην νύχτα.

Το βήμα του σταθερό όμως, δεν σταμάτησε, δεν γύρισε καν. Είχε αποφασίσει να προχωρήσει προς το μέλλον, ψάχνωντας για αληθινούς ανθρώπους, να αγαπήσει και να αγαπηθεί.

Ένα ακόμα βαρύ κομμάτι έιχε προστεθέι στο παρελθόν του, ένα ακόμα κομμάτι του είχε αφήσει σε κάποια στενά της Πόλης.

Και πάλι μόνος, έτοιμος για κάποια νέα αρχή, για κάποια νέα λάθη, για την ζωή.