Σάββατο, Ιουνίου 03, 2006

Ιστορία Χωρίς Τίτλο

Καλοκαίρι το'88, αρχές. Συνάντηση με το κολλητό τον γιάννη (γνωριζόμαστε απο μωρά, και τα μπαλκόνια μας τα χώριζε ένα δρομάκι), έρχεται ο ξάδερφος απο την αμερική για μόνιμη εγκατάσταση στην αθήνα και να παντρευτεί. Απο μικρός στο αμέρικα έκανε φράγκα ο ξάδερφος (34 χρονών ο ξάδερφος), αγόρασε σπίτι στο μαρούσι και θα έκανε ένα παρτάκι για λιγους γνωστούς και φίλους. Καλεσμένος ο γιάννης αλλά μόνος δεν θα πήγαινε με τίποτα, οπότε μπαίνω στο κόλπο και εγώ.

Ο ξάδερφος μέσα στην τρέλλα και χωρίς να το καλοσκεφτεί μας λέει να οργανώσουμε εγώ τα ποτά και ο γιάννης την μουσική. Τα φράγκα δεν είναι πρόβλημα αλλά όλα θα είναι έτοιμα απο το προηγούμενο απόγευμα, έτσι για να έχουμε και μια πισινή. Έτσι και εγένετο. Δουλειά δεν είχαμε να κάνουμε, τσάμπα φαϊ και ποτό, οπότε δεν υπήρχε λόγος να αρνηθούμε.

Όλα έτοιμα και περιμένουμε τις πρώτες αφήξεις, ενθουσιασμένος ο ξάδερφος με την ετοιμασία, άλλωστε δεν ήμασταν και τυχαίοι. Ξέραμε καλά τι να κάνουμε αλλά και το κυριότερο το πώς να το κάνουμε. Στις διάφορες όμως ερωτήσεις μας αν θα υπήρχε θυληκός πληθυσμός, μας τα μασούσε, τίποτα συγκεκριμένο, άλλα λόγια να αγαπιόμαστε. Το μόνο σίγουρο ήταν οτι αυτός θα ήταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία και φυσικά εμείς οι μικρότεροι. Άλλωστε για μας ήταν μόλις το δεύτερο καλοκαίρι μετά τα ξέγνιαστα χρόνια που ζήσαμε στο λύκειο.

Σε καμιά ώρα, πίτα το σαλόνι απο κόσμο, μερικοί στο όρθιο άλλοι όπου βρίσκανε κάτι να αράξουνε το καβατζόνανε και όλοι με ένα ποτήρι στο χέρι. Χωρισμένοι σε μικρές ομάδες ανα 3-4 άτομα μιλάγανε φωνάζανε γελάγανε και ο ξάδερφος να τους κάνει όλους απο μια γύρα να τους γνωρίζει μεταξύ τους και να είναι μέσα στην τρελή χαρά με τους καλεσμένους του. Φυσικά οι περισότερες ήταν γυναίκες, κάτι που εμας τους δυο μας ενθουσίασε τα μάλα. Λίγο μεγάλες για το γούστο μας αλλά πότε κόλλησε το θέμα σε μικρολεπτομέρειες να κολλήσει και τώρα?

Γνωρίσαμε αρκετό κόσμο, αλλά και αρκετές μας φτύσανε στα ίσια, βλέπεις δεν πηγαίναμε με το μαλακό να μάθουμε ένα όνομα μόνο να πούμε και καμιά βλακεία να γελάσουμε και τέρμα, αλλά θέλαμε να μάθουμε ότι γίνεται περισότερο: και αν παίζει γκόμενος, αν μένουν μόνες, αν δουλεύουν και πόσα παίρνουν, το τηλεφωνό τους υποχρεωτικά και σε μερικές (που το τράβαγε ο οργανισμός τους) αν θα μας κάθονταν. Φυσικά με την ευγενική χορηγία του ξάδερφου είχαμε το κέφι στο χέρι μας, αφού εξουσιάζαμε ποτό και μουσική. Τέλος πάντων όλα μέσα στο παιχνίδι ήτανε και φυσικά ανταλλάσαμε με το γιάννη πληροφορίες και τηλέφωνα (απο αύριο θάπρεπε να τα κάνουμε μια γύρα και δυό μας και ότι κάτσει).

Και όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, έρχεται ο κολητός και με ρωτάει για ένα πηγαδάκι που έχει στηθεί δίπλα στην πόρτα. Γυρίζω, ρίχνω μια ματιά στα γρήγορα και σκέφτομαι νέα πρόσωπα, πότε μπήκανε και δεν πήραμε πρέφα? Αλλά.... κάτι δεν πάει καλά, ποτήρι στο χέρι και κάτι πίνουνε......ρε σύ μπας και έπαθα κανα αλτσχάιμερ και ξεχνάω απο τώρα? Ξανακοιτάω....άγνωστες φυσιογνωμίες. Γυρίζω χωρίς να το σκεφτώ και πάω να μάθω τι παίζει (τι τόθελα? αυτά τα ξαφνικά είναι που κάνουν την ζημιά αλλά όταν καταλάβεις τι έχει γίνει, έχεις ήδη χάσει την μπάλα παίζεις στις καθυστερήσεις και προσπαθείς σε 2 λεπτα αγώνα να βάλεις 4-5 γκόλ).

Με γρήγορα βήματα φτάνω δίπλα στο πηγαδάκι που το απαρτήζουν 5 τον αριθμό θηλυκά. Πρίν καλά καλά φτάσω αρχίζει να μου μιλάει η μία εκ των πέντε λέγοντας μου οτι ήμουνα απασχολημένος όταν ζητήσανε ποτά και η απάντηση του γιώργου (του ξάδερφου ντε) ήταν να σερβιριστούν μόνες τους. Οπότε μπαίνει αυτή πίσω στο μπαρ και ετοιμάζει ποτά για όλες, τελειώνει με την ερώτηση: "δεν πιστεύω να σε πείραξε?", ήταν το σημείο που πιάστηκα για κουβεντούλα, γνωριστήκαμε και αρχήσαμε τα μπλα μπλα περί ανέμων και υδάτων. Με την ώρα τελειώνουν τα ποτά και πάμε για δεύτερα, την ώρα που τα ετοίμαζα έρχεται ο γιάννης και ζητάει να μάθω πληροφορίες για μία εκ των πέντε.

Εμφανησιακά μετράγανε, καλύπτανε όλα τα γούστα: μια μελαχρινή, 2 ξανθιές, μια καστανή με κάτι περίεργες ανταύγιες και η τελευταία κάτι προς το κόκκινο. Ηλικίες 25 - 29, όπως έμαθα στην πορεία, 3 μόνες η τέταρτη με μια περίεργη σχέση που υπάρχει δεν υπάρχει και η πέμπτη ( η μελαχρινή)........τάφος, δεν βγάζει σχεδόν κουβέντα και είναι η μόνη που δεν κάνουν κάποιο σχόλιο σε στυλ ψιλοπλάκας οι υπόλοιπες για να βγεί κάτι στο φώς.

Έλα όμως που μου αρέσουν τα δύσκολα και οι μελαχρινές φυσικά. Και είχε η συγκεκριμένη το τέλειο μαλί για τα γούστα μου: ίσιο με μήκος μέχρι έως την μέση της πλάτης και χρώμα οχι απλό μαύρο αλλά το blue black, που δίνει κάποιους φοβερούς μπλέ τόνους όταν πέσει φώς πάνω του και κυρίως το φώς του ήλιου. Τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά δεν πηγαίνανε πίσω, ωραίο σωματάκι, έντονα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο, μεγάλα εκφραστικά μαύρα μάτια........και αρκετά ακόμα υπέροχα σημεία.

Χαβαλές γινότανε με τις υπόλοιπες, όλες μέσα στο κέφι και την τρελλή χαρά, άλλωστε ήρθανε με σκοπό να περάσουνε ωραία (όπως λέγανε οι ίδιες), τα πειράγματα και τα σεξουαλικά υπονοούμενα σε συνδυασμό με τα τρίτα ποτά τις έφτασαν σε σημείο να είναι αρκετά άνετα και να έχουν ανάλογη συμπεριφορά, εκτός........εκτός φυσικά απο την μελαχρινή. Γενικά ήταν άνετη αλλά δεν μιλούσε πολύ (τι πολύ δηλ. μερικές λέξεις και αυτό ήταν όλο), οχι όμως απόμακρη, ούτε κάτι σε ψιλοντίβα, απλά έσειχνε ότι διαφέρει αρκετά απο τις 4, ........ ή μήπως ήταν άλλος ο λόγος?

Δεν ξεχνάω τον γιάννη και πέρνω ότι ήθελε, ανακαλύπτοντας όμως και ένα μικρό ας πούμε μυστικό. Θα μου έδεινε το τηλεφωνό της αν της έλεγα για ποιον είναι και φυσικά της είπα για τον κολλητό, όχι για μένα. Ακολουθεί ο μικρός διάλογος:

-- Θα προτιμούσα να ήταν για σένα το τηλέφωνο, ο φίλος σου είναι λίγο .......... απόμακρος,
ας πούμε.
--Μπορεί αλλά θα περάσεις υπέροχα μαζί του, έχει πολλές κρυφές χάρες
--Ίσως να μην φτάσουμε ποτέ εκεί, οπότε τσάμπα θα πάνε οι χάρες του
--Δεν μιλάγα για τέτοιες χάρες, αλλά ότι έχει και αυτοκίνητο. Αλλά και μιας και το ανέφερες
και εκεί θα μείνεις εντυπωσιασμένη, μην το χάσεις γιατί θα χάσεις
--Αν είναι όπως τα λές, πές του θα περιμένω αύριο τηλεφώνημα

Το μικρό μυστικό ήτανε φυσικά για το όχημα, την εποχή εκείνη δεν είχε ο κάθε πιτσιρικάς αυτοκίνητο απο τα 19 του, άλλες εποχές η δεκαετία του '80. Αφού βολεύω τον γιάννη και μετά το σχετικό νόημα οτι αποστολή εξετελέσθη, έπρεπε να κάνω κουμάντο την μελαχρινή, αλλά ποιός θα ήτανε ο κατάλληλος τρόπος? Αυτό ήτανε που με απασχολούσε, να βρώ το κουμπί που λένε (άρε καραμήτρο, που πας ρε ξυπόλητος στα αγγούρια & ξεβράκωτος στα αγκάθια?).

Φυσικά τσίμπησα και το τηλέφωνο της μιας ξανθιάς για κάθε ενδεχόμενο, άβυσσος η ψυχή της γυναίκας οπότε μια πισινή ποτέ δεν βλάπτει. (άρε και νάξερα.......τι σκεφτότανε το μυαλό της μελαχρινής, ντίνα την φωνάζανε. Που πας ρε έξυπνε σε ένα μπλόκ με πέντε γυναίκες που γνωρίζονται χρόνια μεταξύ τους? τεςπα).

Με τα πολλά περνάει η ώρα και είναι έτοιμες για αναχώρηση, και εκεί πάνω στον χαμό με τα σταυρωτά φιλιά και τις χειραψίες και την υπόσχεση να ξαναβρεθούμε, ζητάω το τηλέφωνο απο την ντίνα, οχι ξερά αλλά με το απαιτούμενο ψυστήρι όσο τη βοηθούσα να βάλει το παλτό της και να ρίξει το μαλί πάνω απο το παλτό. Κάνει μια κίνηση στην τσέπη βγάζει ένα χαρτάκι, μου σκάει φιλί στο μάγουλο λέγοντας μου: αύριο, μετά τις 8 το βράδυ, θα περιμένω. Και φυσικά εγώ μένω παγωτό με την άνεση της και την απλότητα που έγινε η όλη η φάση αλλά "σφυρίζω αδιάφορος". Καλά πάμε σκέφτηκα, αν κάτσει καλά η φάση το καλοκαίρι μπρόστα μας θα είναι ότι καλύτερο. (αρε κακομοίρη, που πα ρε καραμήτροοοο??????)

Το επόμενο μεσημέρι μας βρήσκει στο σπίτι του κολητού, παρέα με παγωμένη φραπεδιά φούλ στον πάγο και κάνωντας σχέδια αφού κάναμε τα τηλεφωνήματα στις νεαρές υπάρξεις πρώτα. Ρίχνει μια ιδέα ο γιάννης:

--ρε σύ να πάρω το γιώργο? όλο και κάτι θα ξέρει να μας πεί για την ντίνα
--Μπα, άσε καλύτερα, έχει μεγαλύτερη φάση έτσι. (λάθος απάντηση!!!!)

Κανονίζει ο γιάννης ραντεβουδάκι με την ξανθιά απογευματάκι και με μισή ώρα διαφορά η δικιά μου συνάντηση με την ντίνα. Κάπου σε ένα περίεργο μαγαζάκι στο γουδί, κάτι ανάμεσα σε καφέ και πιάνο μπαρ, με την επεξήγηση ότι κερνάει αυτή. Σε τέτοια πράγματα εκέίνες τις εποχές δεν μπορούσες να πείς οχι σε γυναίκα, εκτός και αν το "άθλημα" δεν σε άγγιζε απο προτίμηση φύλλου. "Θέλω μόνο να φέρεις τον καλό σου εαυτό, μη με απογοητεύσεις" τα τελευταία λόγια της ντίνας. Όλα καλά, όλα ανθυρά, σκέφτηκα.

Καθώς ετοιμαζόμουνα πέρναγαν τα λόγια της ντίνας απο μπροστά μου: "να φέρεις μόνο τον καλό σου εαυτό", να έκρυβαν κάτι τα λόγια αυτά? Μήπως με τον τρόπο της προσπάθησε να μου πεί οτι περίμενε κάτι καλύτερο ή διαφορετικό απο ότι είχε δεί στο πάρυ? Απλές σκέψεις ήτανε, γιατί δεν θα μπορούσα να δείξω κάτι που δεν είμαι ή να προσποιηθώ ή να το παίξω με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Δυστυχώς αυτή τη "βλακεία" την έχω απο μικρός και δεν την άλλαξα ποτέ. Πάντα είμαι ο ευατός μου, πάντα θα πώ αυτό που σκέφτομαι και ποτέ δεν θα το παίξω για να παρουσιάσω κάτι που δεν είναι αληθινό. Αν με ρωτήσεις για το οτιδήποτε θα πάρεις ακριβώς την απάντηση που σκέφτομαι, χωρίς διπλωματία και όσο πιο αντικειμενική μπορεί να είναι. Αυτό έχει όμως και το τιμημά του: απο όσους έχω γνωρίσει στην ζωή μου οι μισοί με εκτιμήσανε και οι υπόλοιποι με μισήσανε για το λόγο αυτό. Οπότε δεν υπήρχε λόγος να παρουσιάσω στην ντίνα κάτι ψεύτικο, πάμε γερά με τσαμπουκά και όπως νιώθουμε καλύτερα.

Το σκεπτικό αυτό σε συνδυασμό με το οτι για πρώτη φορά θα πήγαινα στο συγκεκριμένο μαγαζί είχε αποτέλεσμα να βρεθώ σε ένα ψιλοκυριλέ μαγαζί, με φλόρικο κόσμο (για τα δεδομένα τα δικά μου) και εγώ φυσικά να εμφανιστώ με την κλασική αμφίεση της εποχής: τζήν αθλητικά κοντομάνικο με γραμμένο το ονομά μου στην πλάτη, όχι με στυλό αλλά μιας πολύ κακής ποιότητας στάμπα (τοτε γίνονταν τα πρώτα βήματα στο άθλημα αυτό).

Με την ντίνα συναντηθήκαμε απέναντι απο το μαγαζί και έβαλε τα γέλια όταν με είδε, μου εξήγησε πως έχει η κατάσταση στο μαγαζί και ρώτησε αν άλλαξα γνώμη να πάμε κάπου αλλού. Τέτοιους ενδοιαμούς δεν είχα ποτέ, οπότε προτείνω μόνο αν σε περίπτωση που νιώθει η ίδια άβολα ή αν είναι τίποτα ψιλομαλάκες γνωστοί της, να μην της βγεί και το όνομα. Τελικώς χωρις να σταματήσει το γέλιο μπαίνουμε στο μαγαζί. Δεν υπήρχε περίπτωση να νιώσω περίεργα σε κάποιον χώρο που μάλλον έμοιαζα με τον προμηθευτή του πάγου ας πούμε παρά σαν πελάτης. Τελος πάντων, η ντίνα φάνηκε να το απολαυμάνει και ανταπέδωσε κάποιους χαιρετισμούς γνωστών απο διπλανά τραπέζια. Είχα την περιέργεια να μάθω τη σχέση (φιλική, επαγγελματική, ερωτική ή ποιά άλλη) που είχε με τους συγκεκριμένους αλλά περίμενα να "ζεσταθεί" λίγο η ατμόσφαιρα.

Αποφασίζουμε για ποτό και όχι φαγητό, φωνάζει η ντίνα το γκαρσόν και ακολουθεί ο διάλογος ανάμεσα σε μένα και το γκαρσόν:

--Καλησπέρα, σας ακούω τι θα θέλατε?
-- ένα μαρτίνι για την δεσποινίδα και ένα φραπόγαλο για μένα με 9 παγάκια
--Ορίστε!! τι είπατε για σας κύριε?
--Πως είπαμε οτι σε λένε, μεγάλε?
--Νικο, κύριε
--Λοιπόν νικολάκη, ξέρεις να διαβάζεις?
--Φυσικά κύριε
--Για διάβασε τι λέει στην πλάτη μου?
--Βασίλης, κύριε
--Οπότε κόψε το κύριε, βάλε το ονομά μου και φέρε μου φραπόγαλο, δηλ φραπέ παγωμένο και λίγο γάλα με 9 παγάκια. Δεν σερβίρεται καφέ εδώ?
--Βεβαίως (ρίχνει μια ματιά στην ντίνα)....... βασίλη, κάτι άλλο θα θέλατε?
--Αν χρειαστούμε θα σε φωνάξω νίκο

Η ντίνα να μην μπορεί να κρατηθεί απο τα γέλια, μερικοί να κοιτάνε περίεργα και εγώ στην κοσμάρα μου. Αρχίζουμε το μπλα μπλα και σιγά σιγά ξεκινώ να μαθαίνω οτι μπορώ απο τη ζωή της. Το περίεργο ήτανε οτι απέφευγε συγκεκριμένες απαντήσεις να δώσει, συνδυασμός λέξεων που μπορούσαν να ερμηνευτούν με διάφορους τρόπους. Ακόμα και στην ερώτηση άν είναι μόνη της αυτή την εποχή, αν έχει κάποιο δεσμό μου απαντάει: "έχω οτι μπορει να με γεμίσει περισσότερο, αλλά μου λείπουνε πολλά στη ζωή". Όλες οι απαντήσεις ήτανε σε αυτό το στυλάκι. No problem (σκέφτομαι), έχει φάση η υπόθεση. Ούτε για τους γνωστούς που χαιρέτησε μου έδωσε ξεκάθαρη απάντηση, εκεί της λέω οτι απλά ρωτάω να ξέρω τι παίζει γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να προκύψει στην πορεία. Λαμβάνω την εξής απάντηση: "νάσαι ο εαυτό σου και τίποτα περισότερο".

Περνάει η ώρα, καλή η παρεούλα της ντίνας, γελάγαμε, πειράζαμε κόσμο, λέγαμε ιστορίες απο την ζωή μας (αν και μικρός είχα και εγώ αρκετές ιστορίες απο τα καλοκαίρια που δούλευα στα νησιά γκαρσόν) και γενικά είχε προστεθεί μια ευχάριστη αναταραχή στο μαγαζί με τα γέλια μας. Το παράδοξο ήτανε οτι δεν είχε αναφέρει τίποτα προσωπικό, ούτε καν για κάποιο φλέρτακι, τίποτα τίποτα απολύτως. Δεν ήτανε και ότι φυσιολογικό, ο χρόνος θα δείξει (σκεφτόμουνα, ρητό που με ακολουθεί μέχρι σήμερα).

Φωνάζω το νικολάκη για δεύτερο μαρτίνι και για μένα μπυρα φυσικά. Απο εκείνο το σημείο άρχησα να οργανώνω το χρόνο για να σκάσω το παραμύθι για το σπίτι, δικό μου (ήμουνα μόνος την εποχή εκείνη) ή στο δικό της (δεν θα με χάλαγε καθόλου, ίσως να ήταν και καλύτερα).

"Θα με συνοδεύσεις μέχρι το σπίτι μου, μετά το δεύτερο? ή σε περιμένει η μαμά σου?" άρχησε τα πειράγματα η ντίνα. Που να ήξερε οτι η μάνα μου με έβλεπε μόνο 3 εποχές το χρόνο, το καλοκαίρι είχε μόνο ένα παιδί, τον αδερφό μου. "Δεν είναι πρόβλημα η ώρα αλλά ο άνθρωπος, να μην εμπιστεύομαι ξένους μου λέει η μάνα μου, είναι επικίνδυνοι" να απαντάω εγώ και να μην μπορεί να πάρει ανάσα απο τα γέλια η ντίνα. Νάχω και έναν περίεργο στο διπλανό τραπέζι που δεν έχει αφήσει να πέσει ούτε φωνήεν απο τα λόγια μας κάτω, άρχησε να με εκνευρίζει απίστευτα ο τύπος και δεν άντεξα και του την είπα: "ρε φλόυφλη, έχεις γκομενίτσα δίπλα σου που μετράει και ασχολήσε με το τι λέμε εμείς? καλά και σύ (στην δικιά του) τον ανέχεσαι?", ρόμπα ξεκούμπωτη ο τύπος κατακόκκινη η δικιά του μες τα νεύρα και δώστου γέλια η ντίνα. Κλασικά δηλαδή είχα γίνει πάλι ο κλόουν της βραδυάς, αλλά το σωστό να λέγεται.

Με τα πολλά την κάνουμε απο το μαγαζί, περπάτημα κανά δεκάλεπτο, ταξάκι μετά και καρφί για το σπίτι της ντίνας, κάπου στην αλεξάνδρας λίγο πρίν το γήπεδο του παναθηναϊκού. Μέσα στο ανσασέρ ήμουνα σίγουρος για ένα και μόνο πράγμα για την ντίνα, ότι δεν ζούσε μόνη της, να το θέσω καλύτερα δεν ζούσε με τους γονείς της. Όσο για το αν ζούσε μόνη της............... ο χρόνος θα δείξει.

Έχω την συνήθεια να παρατηρώ γενικά τους ανθρώπους (αθόρυβα πάντα) και τους χώρους που συναντώ για πρώτη φορά. Μπαίνοντας στο σπίτι της ντίνας, αρχίζω την καλή μου συνήθεια, θα με βοηθούσε άλλωστε να μαζέψω κομμάτια απο τη ζωή της αφού δεν μου είχε πεί και τίποτα συγκεκριμένο για την παρτη της. Φωτογραφίες κάποιου αρσενικού δεν υπήρχαν στα 2 πρώτα δωμάτια, 2-3 μόνο με το ίδιο ηλικιωμένο ζευγάρι και φυσικά ήτανε οι γονείς της. Αναστάτωση δεν υπήρχε, όλα ήτανε τακτοποιημένα και σε κάποια σχετική αρμονία (δεν ερχότανε και στο δικό μου να βάλει κάποια τάξη, και είχα την εντύπωση οτι το είχα βάλει σε κάποια τάξη σε περίπτωση που καταλήγαμε εκεί και όχι στο δικό της) στοιχείο που φανερώνει οτι δεν υπάρχει μόνημος ανδρικός συγκάτοικος (ας το πούμε έτσι). Καλά πάμε σκέφτηκα, οπότε δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας.

Ή ΜΗΠΩΣ ΕΙΧΑ ΚΑΝΕΙ ΛΑΘΟΣ?


ΜΗΠΩΣ ΥΠΗΡΧΕ ΛΟΓΟΣ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΤΟΝ ΗΞΕΡΑ ΑΚΟΜΑ?

Αν και ποτέ δεν είχα πρόβλημα προσαρμογής για κάποιο λόγο ένιωσα αρκετά άνετα στο σπίτι της ντίνας. Δεν μπορώ να εξηγήσω το γιατί αλλά είναι απο εκείνες τις στιγμές, που σου φαίνονται όλα τόσο γνωστά ασχέτως αν τα συναντάς για πρώτη φορά στη ζωή σου. Παρατηρώντας γενικά το χώρο, έπεσε το μάτι μου σε ένα ράφι τίνγκα στο βυνίλιο και πλησιάζω να ανακαλύψω κάποια απο τις πλευρές της ντίνας. Με βλέπει και μου δίνει το ελεύθερο να βάλω οτι θέλω, να κάνω γενικά οτι θα με κάνει να εστανθώ πιο άνετα, αρκεί να μην ανακατέψω την σειρά των δίσκων. Όλα μου τα αγαπημένα rock συγκροτήματα ήτανε στην σειρά εκείνη. Μέχρι να αποφασίσω τι θα ακούσουμε έρχεται και η ντίνα με ένα μπουκαλάκι τσίπουρο, απο το χωριό μου λέει και με προτρέπει να το δοκιμάσουμε. Αντιρρηση καμία, βάζω τελικά κάτι JAZZ τραγουδάκια και την πέφτουμε στον καναπέ.

Φώς ερχότανε απο ένα μόνο πορτατίφ γωνιακό και απο μερικά κεριά που είχε απλώσει η ντίνα στο χώρο. Γούσταρα να κάτσω μπροστά στον καναπέ στο πάτωμα και κάνω την κίνηση, με ακολουθεί με μια φοβερά ήρεμα κίνηση, όλα ήταν υπέροχα.

Σε κάποια στιγμή με πιάνω να κοιτάω κάπως περίεργα την ντίνα, όχι σαν εκείνη που θα μου πρόσφερε ένα ωραίο ερωτικό βράδυ (όπως πήγαινε το πράγμα), ούτε φυσικά μπορώ να πώ οτι την είχα ερωτευθεί. Άλλωστε η αποψή μου ήταν οτι δεν υπήρχε έρωτας με την πρώτη ματιά (μετά απο κάμποσο καιρό αναθεώρησα την αποψή μου αυτή). Ήταν κάτι περίεργο για μένα, το άφησα όμως στην άκρη με σκοπό να απολαύσω τις στιγμές και να ασχοληθώ κάποια άλλη στιγμή με την φιλοσοφία της ζωής. Γυναίκες σαν την ντίνα δεν σου τυχαίνουν και κάθε μέρα και ιδιαίτερα στην δικιά μου ηλικία, οπότε....περνάμε στην αντεπίθεση.

Κουβέντα στην κουβέντα, φτάνουμε στην μέση το τσιπουράκι και κάπου εκεί έχω χάσει κάτι στιγμές. Δεν θυμάμαι πως ή ποιός έκανε την κίνηση (δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία), σβήνουν τα πάντα γύρω μας και υπάρχουμε μόνοι εγώ και η ντίνα και οι ήχοι της jazz, τίποτα περισότερο τίποτα λιγότερο. Υπέροχες στιγμές, όλο το αρχικό παιχνίδι. Η προσπάθεια να ανακαλύψουμε ο ένας τα χαρακτηριστικά του άλλου με την αφή, η κάθε κίνηση να δίνει μια μαγεία, η ικανότητα της να έρθει τόσο κοντά μου χωρίς να μου έχει πεί τίποτα σημαντικό για αυτήν, τα υπέροχα μαύρα μάτια της, το φανταστικό σώμα της, η μυρωδιά της............

Στιγμές μοναδικές, αναντικατάστατες. Σε κάποια στιγμή βυθιζόμαστε σε μια μαγική αγκαλιά, μένουμε ακίνητοι και να κρατάμε ο ένας τον άλλο όσο πιο σφιχτά μπορούμε. Ακόμα και τώρα δεν ξέρω πως μου βγήκε όλο αυτό το σκηνικό, και ποτέ φυσικά δεν μπόρεσα να καταλάβω πως έγινε αυτός ο συχρονισμός. Περίεργες καταστάσεις. Εκεί την ψιλιάστηκα οτι τελικά η ντίνα δεν μου'χε κάτσει στο μυαλό στο στυλάκι "πηδάμε και την κάνουμε με γοργά βηματάκια", αλλά και δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω με ποιό τρόπο με έιχε τραβήξει τελικά.

ΜΕ ΠΡΟΛΑΒΑΝΕ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ................

Η όλη στάση της ντίνας μου έδινε την εντύπωση γυναίκας έμπειρης στο σεξουαλικό, αλλά συγχρόνως γυναίκας πληγωμένης που αναζητούσε συντροφιά χωρίς να μπεί στην διαδικασία να εξηγήσει γεγονότα και καταστάσεις. Να αφαιθεί για λίγο σε ένα παράλογο ερωτικό παιχνίδι, για να ξεφύγει απο περίεργα παιχνίδια του μυαλού ή να αναπληρώσει χαμένο έδαφος. Έδειχνε να το έχει πραγματικά ανάγκη, να δίνει όλο το είναι της αλλά ταυτόχρονα να είναι τόσο φευγάτη, σαν .............να σκέφτεται, να φαντασιώνει κάποιον άλλον στη θέση μου. Μου έκανε ένα περίεργο κλίκ στην αρχή, να την αφήσω και να φύγω (ήταν άλλωστε τόσο καθαρό, σαν να μου το ζωγράφηζε), αλλά δεν μπόρεσα.

Την είχα στην αγκαλιά μου και την χάζευα. Τόσο όμορφη και τόσο περίεργη αλλά όχι απόμακρη. Είχε μαζευτεί στην αγκαλιά μου, απολαμβανε την κίνηση που της πείραζα τα μαλλιά και είχε αφεθεί στο άκουσμα της μουσικής, ταξίδευε και εγώ την χάζευα. Απλά ΥΠΕΡΟΧΗ κάτω απο το φώς των κεριών.

--Δεν θα μπορούσες να διαλέξεις καλύτερο δίσκο, είναι απο τους αγαπημένους μου.......

Σταματά απότομα γιατί χτυπάει το τηλέφωνο. Κάνει μια αστραπιαία κίνηση και καλύπτει το μήκος του σαλονιού σε χρόνο ντε-τε, σηκώνει το ακουστικό και την ακούω να μιλάει πολύ γλυκά και τρυφερά σε κάποια γυναίκα. Δεν είναι κάτι ασυνήθιστο να μιλάει (ας πούμε) με την κολητή της και να χρησιμοποιεί λέξεις όπως: γλυκιά μου, μωρό μου, πέρασες σίγουρα καλά, μου έλειψεις σήμερα κ.τ.λ. Φαντάστηκα οτι θα ήταν κάποια απο τις φίλες της που αποτελούσαν την πεντάδα στο πάρτυ, ίσως να ήταν αυτή που είχε βγεί με τον γιάννη. Φυσιολογικές σκέψεις........(άρε κακομοίρη βασίλη)

Σταματά ο δίσκος και κάνω κίνηση να πάω να βάλω κάτι άλλο, δίπλα στο ράφι όμως υπάρχει ένα μικρό ρολόϊ, κοιτάω ώρα 2:30. Δεν ξέρω γιατί αλλά μετά απο το κοίταγμα στο ρολόϊ δεν μου έκατσε και τόσο φυσιολογικό να μιλάει με τη φίλη της, απο την άλλη λέω να μην είμαι καχύποπτος. Γιατί όχι? μπορεί τώρα να πήγε σπίτι και να την πήρε να της πεί τι παίχτηκε. Η βιασύνη της όμως να τρέξει να απαντήσει????? Κάτι δεν μου κόλαγε αλλά το προσπερνάω, δεν ήθελα να χαλάσω την όμοργη βραδυά. Όπως έχω ξαναπεί ο χρόνος θα δείξει (και τελικά έδειξε λίγο αργότερα).

Γυρίζει, παίρνει την προηγούμενη θέση της στην αγκαλιά μου, μου ψιθυρίζει κάτι ότι θα μου πεί αργότερα ποιός ήτανε και αρχίζει να με φιλάει χωρίς να προλάβω να βγάλω κιχ. Είχε ένα φοβερό πάθος και μου μετέδειδε μια φοβερή ερωτική ένταση που δεν μπορούσα να μην το ζήσω. Μερικές φορές λέω ότι άξιζε αυτό που έζησα εκείνο το βράδυ ασχέτως με την κατάληξη. Είναι στιγμές μοναδικές ζωής, έρωτα και πάθους που δεν μπορούσα να τα πετάξω με την μία και να κάτσω να σκεφτώ γιατί μου είπε τα λόγια αυτά. Και στο φινάλε γιατί να μου πει τώρα ποιός της τηλεφώνησε, δεν ήταν υποχρεωμένη.

Χωρίς να το καταλάβω έχουμε βρεθεί στο κρεβάτι και οι επόμενες ώρες ήταν απο τις καλύτερες της ερωτικής μου ζωής. Απλά μου πραγματοποίησε κάθε μου φαντασίωση με τον πιό απλό τρόπο. Με σίγουρες κινήσεις και πάντα με την σχετική προφύλαξη, χωρίς όμως σε καμιά στιγμή να μου βγάλει κάτι πουτανίστικο. Όλα κυλούσαν τόσο απλά, τόσο όμορφα, έδειχνε να απολαμβάνει την κάθε στιγμή. Χωρίς πολλά λόγια με κινήσεις όμως άκρως εκφραστικές και να προσπαθεί πάντα να με κοιτά στα μάτια (όποτε η περίσταση το επέτρεπε).

Όλα μα όλα ήταν υπέροχα, η βραδυά που δεν θα σβηστεί ποτέ απο την μνήμη μου, μπορεί να ξεχάσω κάποτε και το ονομά μου αλλά αυτό με τίποτα. Την κορύφωση του ερωτισμού και του πάθους που ένιωσα με την ντίνα δεν μπόρεσα ποτέ να την ξεπεράσω με κάποια άλλη γυναίκα. Κάπου εκεί κοντά έχω βρεθεί αρκετές φορές, αλλά πάντα λείπει κάτι, ένα σημείο μια στιγμή μια κίνηση που θα κάνει την διαφορά. Ίσως να ήταν η ένα περίεργο σύμπλεγμα συμπτώσεων και για τους δυό μας, ίσως ο τρόπος που βλέπαμε τότε την ζωή, ίσως η ηλικία ή όλα μαζί, δεν ξέρω τι ακριβώς δημιούργησε την ένταση και το πάθος που σε γεμίζει με ευτυχία και τότε ευχαριστείς τον θεό (ή όποιον άλλον) σε έφερε στον κόσμο αυτό.

Το χάραμα μας βρήκε μισοκοιμησμένους αγκαλιασμένους. Το χάραμα που θα μου έδινε το χειρότερο πρωϊνό ξύπνημα που θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ οτι θα ζήσω. Θυμάμαι ακόμη και την ώρα που κοιμόμουνα ονειρευόμουνα την βράδυα ακριβώς όπως την είχα ζήσει, στιγμή στιγμή πάλι απο την αρχή, μήπως τελικά ήταν μόνο ένα φανταστικό όνειρο και τίποτα απο όλα αυτά δεν έγιναν στην ζωή μου? Σε κάθε μου κίνηση ένιωθα το σώμα της ντίνας δίπλα μου και με γέμιζε ικανοποίηση, ήξερα οτι δεν ήταν ένα απλό όνειρο, αλλά ένα βράδυ που θα μου έμεινε αξέχαστο (όπως και το πρωινό), ένα υπέροχο όνειρο (που τελικά θα κατέληγε στην χειρότερο εφιάλτη μου).

Έχω αφεθεί σε ένα απίστευτα βαθύ ύπνο, οι ώρες που ζήσαμε με την ντίνα κάνουν ένα flash back, έρχονται και ξανάρχονται. Το ίδιο όνειρο επαναλαμβάνεται αρκετές φορές, απο την αρχή και πάλι με την κάθε λεπτομερεία του και εγώ να απολαμβάνω την κάθε του στιγμή. Ένα γέλιο περνάει ξαφνικά ανάμεσα στις σκηνές του ονείρου, άσχετο με το όλο σκηνικό, όνειρο είναι οπότε τα παιχνίδια του μυαλού και του υποσυνείδητου δεν μπορείς να τα εξουσιάσεις. Απλά να μην εμφανιστεί πάλι γιατί μου χαλάει το όνειρο.

Στην πορεία πάλι γέλιο, πιο ζωντανό, γέλιο χαράς, τι στο διάολο γίνεται? Τι σχέση έχει το γέλιο αυτό με το ονειρό μου? Αααα, αρχίζω να εκνευρίζομαι (στον ύπνο μου), πρέπει να το διώξω το γέλιο αυτό. Πολύ θα το ήθελα αλλά αντί να το παραμερήσω απο τη συνοχή του ονείρου, αυτό γίνεται πιό έντονο. Κάτι δεν πάει καλά, που κολλάει το γέλιο αυτό? Τι σχέση έχει με το όνειρό μου? Μήπως μπλέχτηκε και δεύτερο όνειρο και έγινε ένα περίεργο ανακάτεμα? ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ, ωραία ας συνεχίσουμε τον ωραίο ύπνο, δεν ξέρω τι ώρα είναι και ούτε που με ενδιαφέρει, η ντίνα είναι σε άδεια οπότε δεν χρειάζεται να πάει στη δουλεία, εμένα δεν με περιμένει κάποιος άρα ας συνεχίσουμε λίγο ακόμα τον ύπνο.

Μουρμουριτά και ψίθυροι ξαφνικά εμφανίζονται στη θέση του γέλιου. Ρε τι στο καλό γίνεται? κάτι όντως δεν πάει καλά, αρχίζω σιγά σιγά να επανερχομαι απο το λήθαργο χωρίς όμως να ξυπνάω. Κάτι φωνές ακούγονται αλλά δεν μπορώ να καταλάβω ή να πιάσω συγκεκριμένες λέξεις. Γυναικίες φωνές, τουλάχιστον 2. Κάνω μια κίνηση να πιάσω την ντίνα δίπλα, κενό. Μπορεί να σηκώθηκε, ίσως χτύπησε κουδούνι και δεν πήρα μυρουδιά, μπορεί να έχει έρθει κάποια γνωστή της, ποιός ξέρει. Δεν με νοιάζει, όταν σηκωθώ θα δώ τι παίζεται.

Οι ψίθυροι αρχίζουν να πέρνουν μορφές λέξεων και να φτάνουν στα αυτιά μου, σε ημικοιμησμενη κατάσταση να προσπαθεί να τις επεργαστεί ο εγκέφαλος αλλά να ζορίζεται. Πως να βάλεις σε μια τάξη: γελιο και ψιθυρους με μόνο στοιχείο οτι προέρχονται απο κάποιες γυναίκες? Αν προσθέσουμε σε αυτά και ξεκάρφωτες λέξεις του στυλ: μωρό μου, είσαι καλά, μου έλειψες, τηλέφωνο, κοιμάται, έπρεπε, μη με ρωτάς, μαμά, γιάννης, υπέροχα, μαμά (απο άλλη φωνή). Το μόνο που κατάφερα να συνδέσω είναι το γεγονός ότι μερικές έρχονταν απο κάποια συζήτηση με άτομα στο διπλανό δωμάτιο (που μας χώριζε μια πόρτα με τζάμι, εξού και η τέλεια ηχομόνωση), ενώ κάποιες άλλες απο συζήτηση στο τηλέφωνο. Μάλλον έχει μαζευτεί κόσμος και πρέπει να ανοίξω κανά μάτι και εγώ, δεν λέει να το παίζω ωραία κοιμωμένη, έτσι και αλλιώς το όνειρο μου το καταστρέψανε. Αρχίζω να γυρίζω στον πραγματικό κόσμο (χωρίς ιδιαίτερη βασύνη), ενώ οι λέξεις και οι προτάσεις είναι πλέον ξεκάθαρες.

--"Κάνε ησυχία, κοιμάται σου είπα" - με κάποιον λέει για μένα
--"Κάθησε ήσυχα να φτιάξω πρωϊνό" - και καφέ για μένα (σκέφτομαι)
--"Πως περάσατε στο χωριό?" - αααα κάποιος συγγενής είναι ίσως ή φίλη που είχε πάει στο χωριό της

Περνάνε μερικές στιγμές, χωρίς να καταλαβαίνω τι λένε ακριβώς, καιρός να ανοίξω το μάτι και να κάνω την εμφανισή μου, οπότε θα δώ και ποιός είναι. Αν παιζόταν κάτι περίεργο και δεν έπρεπε να εμφανιστώ μάλλον θα με είχε προειδοποιήσει η ντίνα. Ξεκινάω λοιπόν το πρωϊνό τέντωμα με το συνήθειο το δεξί μάτι να ανοίγει με την κίνηση αυτή ταυτόχρονα. Καθώς είμαι μπρούμητα ξαπλωμένος κάνω τον συνδυασμό, ανοίγω το μάτι και βλέπω μια περίεργη φιγούρα να με κοιτάει. Τι είναι αυτό το πράγμα? Χτές το βράδυ δεν υπήρχε κάτι τέτοιο εκεί? Πότε το έφερε η ντίνα?

Έμοιαζε με κούκλα, κάπως μεγαλούτσικη σε μέγεθος, αλλά ωραία. Περίεργο δεν είχε πάρει το μάτι μου χτές καμιά κούκλα, και γιατί την έφερε η ντίνα πρωϊ πρωϊ δίπλα στο κρεβάτι? Ξαφνικά η κούκλα ζωντανεύει, κουνιέται, μου χαμογελάει και πετάει το γέλιο που άκουγα στο ονειρό μου. Χρηστέ μου, τιν τούτο? τι γίνεται ρε παιδια? Μάλλον ονειρεύομαι ακόμα, δεν μπορεί να βλέπω να ζωντανεύει μια κούκλα και να μου χαμογελάει. ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ.

Η κούκλα όμως ήξερε και να μιλάει, και μου λέει: "έχεις πλάκα όπως κοιμάσαι", ώπα ώπα ρε συ, κάτι γίνεται εδώ και δεν έχω πάρει γραμμή. Που βρίσκομαι? τι έχει συμβεί? Δεν είναι κούκλα τούτο δω, είναι κοριτσάκι που με κοιτούσε να κοιμάμαι και μου χαμογελάει. Δεν γίνεται να είναι όλο αυτό αληθινό, ακόμα ονειρεύομαι. Έτσι θάναι και μπλέχτηκαν τα δυο όνειρα και μου έκαναν έναν εφιάλτη, κάτι τέτοι έχει γίνει σίγουρα.

Την επόμενη στιγμή η κούκλα κάνει μεταβολή και αρχίζει να τρέχει προς το άλλο δωμάτιο φωνάζοντας: "μαμά, μαμά, γιαγιά ξύπνησε, ελάτε να τον δείτε"

"ΜΑΜΑ????", "ΓΙΑΓΙΑ?????????????????????????", χρηστέ μου έχω τρελαθεί και δεν υπάρχει καμία απολύτως σχέση με την πραγματικότητα. Μπορεί ένας ύπνος ή το χτεσυνοβραδυνό συμβάν να με περάσουν απο την πραγματικότητα στην σχοιζοφρένεια? Πως αλλιώς να εξηγήσω το γεγονός οτι ανοίγω το μάτι βλέπω μια κούκλα σε σημείο που δεν υπήρχε, ξαφνικά ζωντανεύει, μου χαμογελάει, μου μιλάει και τρέχει κιόλας? Ξύπνησα στην ζώνη του λυκόφωτος, είναι η μόνη εξήγηση.

Εκτός και αν έχουν περάσει τα χρόνια, είμαι πλέον παντρεμένος, έχω κόρη και πεθερά και έχω χάσει αρκετά χρόνια απο την ζωή μου γιατί δεν θυμάμαι να έζησα κάτι μετά απο τα 20 μέχρι σήμερα που ξύπνησα με κόρη και πεθερά. Και η γυναικα μου ποιά είναι? Ποιός είμαι? Που βρίσκομαι και τι κάνω?

Κάνω μια κίνηση να πιασω το μέτωπο και βλέπω οτι είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα, παλμοί τουλάχιστον 5.000 (και δεν έχω πεθάνει ακόμα?), τα χέρια μου τρέμουνε, το στόμα μου έχει γίνει ένα στεγνό πετσί και τα μάτια μου κλείνουνε απο τον ιδρώτα που πέφτει με γρήγορο ρυθμό απο το μέτωπο. Καταλαβαίνω ότι κάτι περίεργο συμβαίνει. Και αν όλα αυτά είναι αληθινά και σκάσει μύτη και κανένας που η κούκλα τον φωνάξει ΜΠΑΜΠΑ!!!!!!!!!!!!!!

Ασταπιαίες σκέψεις έχουν περάσει απο το μυαλό μου αλλά έχω παγώσει, έχω καρφωθεί στο κρεβάτι και δεν μπορώ να κάνω καμία κίνηση. Κάτι πρέπει να κάνεις βασιλάκη γιατί δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί απο στιγμή σε στιγμή εδώ μέσα. Και τι να κάνω? Απο το μπαλκόνι αποκλείεται, πέντε πατώματα είναι αυτά. Ούτε ο ράμπο να ήμουνα δεν θα πήδαγα. ΣΚΕΨΟΥ ΣΚΕΨΟΥ ΛΟΓΙΚΑ ( ρε κουμπαρε τι μας λές και σύ τώρα? τι λογικό υπάρχει σε όλο αυτό ώστε να σκεφτώ και εγώ λογικά?)

Για όλες αυτές τις σκέψεις έχουν περάσει ελάχιστα δευτερόλεπτα απο τη στιγμή που η κούκλα έτρεξε έξω. Κάποιος πλησιάζει την πόρτα, ανοίγει μπαίνει μέσα, κλείνει και κλειδώνει την πόρτα. Εδώ ήμαστε μεγάλε, μας την έπεσε και ο "μπαμπας" τώρα (σκέφτηκα). Ήμουνα τόσο ταραγμένος, το σοκ ήτανε τόσο μεγάλο που ενώ έβλεπα να μπαίνει η ντίνα στο δωμάτιο δεν είχε ο εγκέφαλος χρόνο να επεξεργατεί και αυτή την πληροφορία και να μου την στείλει. Τότε κατάλαβα πόσο απλό είναι το έμφραγμα ή το διπλό εγκεφαλικό να σε βρεί.

Νιώθω τα χέρια της ντίνας να με πιάνουνε, να μου μιλάει αλλά δεν συγκρατώ τα λόγια της, δεν καταλαβαίνω τι γίνεται. Ρε μπας και πέθανα, βγήκα απο το σώμα μου και τα βλέπω αυτά σαν τρίτος στην παρέα? Θυμάμαι κάτι λέξεις της ντίνας: "συγνώμη.......έπρεπε......ήθελα....δεν ήθελα......τηλέφωνο....πώ...." και πολλές άλλες που δεν μπορούσα να τις βάλω σε σειρά. Περνάνε 2-3 λεπτά και ψιλοσυνέρχομαι, τότε αρχίζω και πιάνω νόημα απο τα λεγόμενα της ντίνας. Σε διάστημα 4 λεπτών μου είχε πεί όλη την ιστορία της ζωής της για να μου εξηγήσει γιατί έγινε όλο αύτο το σκηνικό.

Πρώτος έρωτας της ντίνας, μεγάλη καψούρα με κάποιο μούτρο. Έγκυος η ντίνα στα 18 της, γάμος με τον περίεργο, γεννητούρια (εδώ κολλάει η κούκλα), την παρατάει στο τρίμηνο και μένει μόνη με την χριστίνα (η κούκλα είχε και όνομα), διαζύγιο και τέλος. Απο τότε μόνη, στα 9 χρόνια μέχρι σήμερα είμαι μόλις η δεύτερη περίπτωση της ερωτικής ζωής. ΤΕΛΟΣ

Όλα καλά και ωραία, αλλά γιατί δεν μου ταείπες όλα αυτά? περίμενες να πάθω το εγκεφαλικό και μετά να μου εξηγήσεις? Τα τουλάχιστον 50 χρόνια που μου έκοψες απο την ζωή μου νομίζεις οτι εύκολα αναπληρώνονται? Εγώ έχω πάθει το σοκ, εσώ τώρα γιατί κλαίς? Ρε καλά μούλεγανε οτι ήσαστε περίεργα τρένα εσείς οι γυναίκες και δεν τους άκουγα. Τώρα δηλ θα πρέπει να τα ξεχάσω όλα και να σε παρηγορήσω? Γιατί άραγε να κλαίς τώρα? (την απάντηση την πήρα μετά απο αρκετό καιρό).

Να μην φύγω σαν κυνηγημένος λέει....., το άλλο με τον τοτό το ξέρεις? Και να το παίξω δηλαδή χαρούμενος σύζηγος? Καλός φίλος? Ευαίσθητος συνάδερφος? Ποιό ρολάκι θα μου ταιριάζει καλύτερα? Τελικά την απάντηση την έδωσε η κούκλα όσο και αν ακούγεται περίεργο. Αφού η ντίνα είπε ότι είχε να πεί, μου ζήτησε να μην κάνω κάποια φασαρία (δεν είχα τέτοια πρόθεση) ή κάτι που θα έκανε την κούκλα να στεναχωρηθεί. Ήθελε να πιούμε καφέ και να φύγω λίγο αργότερα ήρεμα και θα ακουγόμασταν αργότερα στο τηλέφωνο (αν ήθελα).

Καθώς έχει φύγει η ντίνα και έχω ντυθεί, βλέπω να ανοίγει σιγά σιγά η πόρτα και να με κοιτάει με περιέργεια η κούκλα. Ήμουνα φαίνεται αξιοπεργίεργο για εκείνη, μου κάνει νόημα να μην φωνάξω την μαμά της (πανέξυπνη) και κάθεται με μισάνοικτη την πόρτα, με κοιτάει και μου χαμογελάει συνεχώς. Την φωνάζω μέσα, έρχεται δειλά, ρίχνοντας και μια ματιά μην την δεί η μαμά της ή η γιαγιά της (η μάνα της ντίνας την είχε φέρει και ήταν στο διπλανό δωμάτιο).

Έχω ηρεμήσει κάπως και παρατηρώ την κούκλα την χαμογελαστή. "Πως σε λένε? εμένα με λένε χριστίνα.", δεν ξέρω γιατί αλλά δεν μπορώ να απαντήσω, απλά την κοιτάω. "έχεις πλάκα όπως κοιμάσαι", συνεχίζει να με κοιτάει και να μου χαμογελάει. "Φεύγω γιατί θα δωνάζει η μαμά, έλα να φάμε", κάνει μια αστραπιαία κίνηση και εξαφανίζεται. Εγώ πάλι μένω παγωτό, δεν μπορώ να πιστέψω οτι μου συμβαίνει όλο αυτό το σκηνικό. Δεν ξέρω γιατί, δεν ξέρω το πώς αλλά χωρίς να το σκεφτώ, βγαίνω απο το δωμάτιο. Βλέπω την μάνα της, με καλημερίζει και ανταποδίδω, με ρωτάει τη καφέ πίνω να φτιάξει, απαντάω μονολεκτικά και κάθομαι στο σαλόνι, ανάβω τσιγάρο και παρτηρώ την όλη κατάσταση σαν να γίνεται σε κάποιον άλλον και όχι σε μένα. Έρχεται η ντίνα, αφήνει ένα πιατάκι με κέϊκ, σκύβει με φιλάει ασταπιαία στο μάγουλο και μου λέει: "Σε ευχαριστώ".

Με το δεύτερο τσιγάρο έχω ρουφήξει όλο το φραπέ, η μαμά της ντίνας είναι στην κουζίνα (ευτυχώς δεν έκατσε δίπλα μου να αρχίσει τίποτα περίεργες ερωτήσεις, μάλλον δουλειά της ντίνας αυτό), η ντίνα πηγαινοέρχεται χωρίς να κάνει κάτι συγκεκριμένο και απέναντι μου να κάθεται η κούκλα να με κοιτάει και να συνεχίζει να χαμογελάει. Σβήνω το τσιγάρο, σηκώνομαι, χαιρετάω και καρφί για την πόρτα. Πρίν βγώ μου λέει η ντίνα να την πάρω όποτε θέλω να μιλήσουμε ή να βρεθούμε!!!!!!

Βγαίνω στο αληθινό κόσμο, φτάνω αλεξάνδρας, πιάνω την κατηγοριά και τότε καταλαβαίνω ότι παραπατάω. Ακόμα δεν έχω ξεπεράσει το σοκ, είμαι ψιλοζαλισμένος. Τι ήταν όλο αυτό? Έγινε σε μένα ή μου το είπανε? Δεν ξέρω, δεν θέλω να ξέρω, θα προσπαθήσω να το ξεχάσω, σαν να μην έγινε ποτέ. Σαν ένα άσχημο όνειρο που τελειώνει μόλις ανοίξεις τα μάτια σου. Δεν υπήρχε περίπτωση να πάρω την ντίνα τηλέφωνο, δεν ξέρω ακριβώς το λόγο αλλά έτσι μου έκατσε εκείνη τη στιγμή και αυτό αποφάσισα. Κοιτάμε μπροστά, ας πούμε ότι ήτανε μια οδυνηρή εμπειρία που τελείωσε. Θα κόψω επαφές μαζί της και όλα καλά.

ΑΛΛΑ Η ΤΥΧΗ ΕΙΧΕ ΑΛΛΑ ΣΧΕΔΙΑ

Φτάνω κάποτε σπίτι, μπαίνω μέσα, χτυπάω φραπεδάκι (με τα 9 παγάκια πάντα) κάθομαι στην πολυθρόνα και προσπαθώ να συμμαζέψω τα κομμάτια μου. Πρίν ξεκινήσω την όποια σκέψη, με παίρνει ο γιάννης. Με την πρώτη λέξη καταλαβαίνω οτι ήξερε τα πάντα. Του τα είχε πεί η δικιά του, σε κάποια στιγμή το πρωϊ η λένα (του γιάννη το ραντεβού ντε) είχε πάρει την ντίνα τηλέφωνο μετά απο προτροπή του γιάννη. Όταν η ντίνα είπε στην λένα οτι δεν ήξερα τίποτα ψιλοφρύκαρε η λένα και κάνανε έναν περίεργο διάλογο. Κομμάτια του διαλόγου αυτού άκουγα εγώ μέσα στον ύπνο μου (αρχίζω να κολλάω όλα τα κομμάτια σιγά σιγά). Κλείνουμε το τηλέφωνο και έρχεται ο γιάννης για να δώσει τροφή στην περιεργειά του και για το γέλιο φυσικά της ιστορίας.

Του λέω στα γρήγορα τα γεγονότα, αρχίζει τα γέλια και το πείραγμα. Τη ανάγκη είχε αυτός? Αν του τύχεναι αυτουνού δεν νομίζω να γέλαγε. Αφου έχει περάσει και λίγο η ώρα μου πετάει και την μ@λ@κ@@ που έκανε, αθελά του φυσικά αλλά χοντρή ρε φίλε. Την εποχή εκείνη ήμασταν και οι δυο μόνοι μας, οπότε την βγάζαμε η στο δικό μου ή στο δικό του σπίτι και παντα δίναμε και τα δυο τηλέφωνα αν κάποιος ήθελε να μας βρεί. Το αυτό έκανε και με την λένα. Και μου το λέει με μια απλότητα σαν να μου έλεγε οτι αγόρασε εφημερίδα. Το κατάλαβε όταν είδε οτι έμεινα με το καλαμάκι στο στόμα και να τον κοιτάω σαν εξωγήινος. Την επόμενη μισή ώρα να προσπαθεί να μου πεί οτι δεν θα μάθει η ντίνα το τηλέφωνο (αν είναι δυνατόν, η λένα θα κάνει το χατήρι του γιάννη και όχι της κολλητής της). Τέλος πάντων δεν έχω κουράγιο να υποστηρίξω την γνώμη μου, δεν έχχω και χρόνο γιατί με έκοψε το κουδούνισμα του τηλεφώνου, του κάνω νόημα να το σηκώσει και να ξεχάσει οτι με ξέρει η αν βρίσκομαστε στον ίδιο πλανήτη όποιος και να είναι στην άλλη πλευρά.

Ευτυχώς (για τώρα) είναι η λένα, ρωτάει σε τι κατάσταση είμαι και (άκουσον - άκουσον) αρχίζει να εξηγεί το πόσο χάλια είναι η φίλη της. Βρίσκεται σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση για οτι έγινε και τα σχετικά και να μιλάει για την ντίνα κανά μισάωρο.

ALLOOO κορίτσι, εγώ γλύτωσα το έμφραγμα, εγώ τρέμω ακόμα, εγώ έχω συλλαβήσει όλες και όλες 4-5 λέξεις το τελευταίο πεντάωρο και σύ μας λές για την φίλη σου οτι αισθάνεται άσχημα? Κορίτσια υπάρχει και θεός, ύμαρτον. Και δεν φτάνουν όλα αυτά αλλά ζητάει να την πάρω και τηλεφωνο για να μην νιώθει άσχημα!!!!! (να κόψω τώρα τις φλέβες μου ή έχω και άλλα να ακούσω?) Το ωραίο στην υπόθεση είναι οτι αναφέρει στον γιάννη οτι της έδωσε το τηλεφωνό μου και θα με πάρει σίγουρα αυτή αργότερα αλλά καλύτερα να την έπαιρνα πρώτος εγώ. Εκείνη την στιγμή ήταν η μόνη φορά που με γέμισε η καθόλα ελληνικότατη έκφραση της ανοικτής παλάμης που έστειλα στον κολλητό.

Το όλο θέμα δεν ήταν αν θα πάρω η οχι την ντίνα, αλλά τι να της πω. Δεν είχα καλά καλά αρθρώσει ακόμα ολόκληρη πρόταση με κάποιο συγκεκριμένο νόημα, οπότε τι να έλεγα στην ντίνα? Εκείνη την εποχή δεν είχαμε και εικονοτηλέφωνα, σε συνδυασμό με κάποια νοήματα κάτι να γινότανε. Το πώς εξήγησα στον γιάννη την κατάσταση είναι άλλη φάση. Είχαμε μεγαλώσει μαζί οπότε το ανακάτεμα λέξεων εκφράσεων και νευρικών κινήσεων των άκρων έδινε μια πλήρη εικόνα στον γιάννη. Μόνο αυτός θα μπορούσε να καταλάβει. Αλλά με την ντίνα τι να έλεγα? Η και στο φινάλε και να ήμουνα σε νορμάλ κατάσταση να την παρηγορούσα που λίγο έλειψε να με στείλει να κοιτάω τα θυμαράκια ανάποδα?

Με τα πολλά αποφασίζουμε να βγούμε οι τρείς μας για μια βολτούλα να μου μιλήσει η λένα και καλά. Χρηστέ μου τι άλλο έχω να ακούσω? Το επόμενο τρίωρο να έχω την λένα απεναντί μου να προσπαθεί να μου εξηγήσει οτι τίποτα δεν ήταν εσκεμμένο, η ντίνα είναι πολύ καλό κορίτσι ( οι κακοί είναι στη φυλακή - σκέφτομαι), δεν σου είπε κάτι γιατί δεν περίμενε να έρθουν σήμερα (πάντα κάποιος άλλος φταίει για τις αρχιδιές που κάνουμε), δεν τίθεται θέμα να θέλει να παίξει κανά παιχνιδάκι μαζί σου (και αυτό που έζησα δηλαδή το έκανε στα σοβαρά? ήθελε να αποχαιρετίσω τον κόσμο τόσο νωρίς?) και βασικά όλα ήταν μια ατυχής σύμπτωση!!!!!! (τα χάπια μου παιδιά, σε λίγο θα βγώ και κατηγορούμενος). Πρέπει να της μιλήσω να εκτονοθεί η κατάσταση και κάτι τέτοια. Νάχω και το γιάννη δίπλα να με βλέπει να ανοίγω το στόμα και να μην μπορώ να πώ οτι θέλω και να γελάει και να με εκνευρίζει ακόμα περισσότερο. Σε μια στιγμή φλασάρω και ρωτάω: "Δεν πιστεύω να της είπες που ήμαστε και να μούρθει με την κούκλα αγκαλιά, δεν θα το αντέξω. Αν σχεδιάσατε κάτι τέτοιο καλύτερα κάλεσε ασθενοφόρο τώρα".

ΠΟΤΕ ΜΑ ΠΟΤΕ ΜΗΝ ΠΙΣΤΕΨΕΤΕ ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΠΑΙΡΝΕΙ ΣΟΒΑΡΟ ΥΦΟΣ ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙ --- Π Ο Τ Ε

Ναί μεν η λένα είπε οτι δεν συναίβει κάτι τέτοιο και αλλάζει θέμα, να μου πεί οτι αποφασίσανε με το γιάννη να είναι μαζι και τα σχετικά. Έλα όμως που δεν περνάει κανά μισάωρο και εμφανίζεται η ντίνα. Ευτυχώς χωρίς την κούκλα (δεν έχω κάτι απέναντι στη μικρή, αντιθέτως μπορώ να πώ οτι την είχα συμπαθήσει). Με τον ίδιο τρόπο που γίνεται αλλαγή σκοπού έγινε και στο δικό μας τραπέζι. Μόλις κάθησε η ντίνα την ίδια στιγμή σηκώθηκαν και οι δυο και εξαφανιστήκανε.

Τα λόγια της λένας τα ακούω πλέον σε replay απο την ντίνα, αφού σε κάποια στιγμή σκέφτηκα " ρε μπας και γράψανε κανά κατεβατό το μάθανε απέξω και το λένε?" Σχεδόν πανομυότυπες λέξεις και προτάσεις με τη διαφορά της ντίνας να έχουν μία έντονη συναισθηματική φόρτηση. Είπε οτι είχε να πεί, χωρίς να βγάλω ούτε κιχ, εκεί κάπου άρχησα να μιλάω φυσιολογικά και κανονικά. Της ζήτησα να με αφήσει κάποιες μέρες να συνέλθω και τα ξαναλέμε. Συμφώνησε. (αμ δε)

ΤΟ να με παίρνει 5-6 φορές τηλέφωνο σε καθημερινή βάση, το να κανονίζει μεσω της λένας να βγούμε τετράδα δεν νομίζω να είναι οτι της ζήτησα. Εκεί λοιπόν τα αποφάσισα. Είχα μια πρόταση να πάω για δουλειά στον Άγιο Κωνσταντίνο και χωρίς να το σκεφτώ ψάχνω να βρώ το τηλέφωνο. Λίγο αργοπορημένος αλλά αν υπήρχε ακόμα θέση θα έφευγα την ίδια ακριβώς μέρα. Έτσι και έγινε. Δεν λέω ούτε στο γιάννη σε ποιό μέρος θα πάω για δουλειά (τα σίγουρα είναι σίγουρα) και φαντάστηκε για κάποιο νησί ως συνήθως.

Το μαγαζάκι οικογενειακό, με ένα μόνιμο γκαρσόνι τα τελευταία 3 χρόνια και εγώ σαν έκτακτη ενίσχυση. Κρατάγαμε το μαγαζί οι δυο μας και το αφεντικό (φοβερός τύπος) ερχότανε όταν είχε κίνηση να βοηθήσει τη γυναίκα του στο ψήσιμο ή λίγο πρίν κλείσουμε να πάρει τις εισπράξεις και να φύγουμε για τα γειτονικά σκυλάδικα. Ο κώστας ( το μόνιμο γκαρσόν) γαμώ τα άτομα, μισή μερίδα άνθρωπος και κουβάλαγε 15 κιλά δίσκο σαν να είναι σπιρτόκουτο, ενώ στο άλλο χέρι πάντα ένα ποτήρι για την πάρτη του. Ζάχαρη πέρασα ενάμισυ μήνα, δεν μπορώ να πώ. Πλησιάζει σχεδόν ο αύγουστος και μας λέει το αφεντικό οτι θα λείψει για το επόμενο σαββατοκύριακο και αν θέλαμε δουλεύαμε μόνοι το μαγαζί και οτι βγάζαμε δικά μας ή ξεκουραζόμασταν απο παρασκευή μέχρι δευτέρα.

Συμβούλιο με τον κώστα 5 μέρες πρίν, μεσημεράκι κάτω απο την ακακία με το κλασικό φυσικό εγώ φραπεδάκι και το ουίσκυ ο κώστας. Δεν μπορούμε να βγάλουμε άκρη το τί να κάνουμε. Πετάω την ιδέα να φωνάξουμε τίποτα φιλαράκια απο αθήνα και αφού θάχουμε όλο το σπίτι δικό μας δεν υπάρχει πρόβλημα χώρου και όσοι περισότεροι τόσο καλύτερα. Δεν του άρεσε και μου λέει:

--"Ρε σύ, να φωνάξω δύο πολύ καλές μου φίλες να έρθουν? είναι και αδερφές, κάνουν γαμώ τις παρέες αλλά μεγαλώσαμε μαζί οπότε μην περιμένεις κάτι περισότερο, τις έχω σαν δικές μου αδερφές."
--Κανένα πρόβλημα, κανόνισε να έρθουν, γιατί όχι?

Τηλεφωνάκι ο κώστας μέσα στην τρελλή χαρά αυτές, θα τελειώνανε τη δουλειά παρασκευή και θά έρχονταν αργά το βράδυ με το λεωφορείο. Οπότε οργανώνουμε το σαββατοκύριακο. Θα νοικιάζαμε και βαρκούλα απο μια γνωστή δικιά μου για καμιά μεταμεσονύκτια τσάρκα, και όλα καλά.

Φτάνει η παρασκευή, μεσημεράκι και εμείς πάλι κάτω απο την ακακία, να σκεφτόμαστε τι έχουμε ξεχάσει. Μόνο τη βάρκα αλλά θα πάω τώρα να κάνω κουμάντο αλλά ξαφνικά σκάνε 3 πούλμαν με εκδρομείς και όλοι στο δικό μας μαγαζί. Γαμοσταυρίδια ο κώστας που δεν το κλείσαμε και δώστου καφέδες και αναψυκτικά. Τελειώνει το βάσανο να καθαρίσουμε να πλήνουμε να μαζέψουμε τραπέζια, περναέι η ώρα. Ρίχνω μια ματά στο ρολόϊ, 6:30 φεύγω για μπάνιο να πάω και γιατην βάρκα, ενώ ο κώστας θα περίμενε τα κορίτσια.

Μπανάκι ξύρισμα έτοιμος, βούρ για την βάρκα. Πρέπει να πιώ όμως και το καφεδάκι με την ζωντοχήρα να πούμε και κανά κουτσομπολιό, να της αφήσω και 2 σακούλες αποφάγια για τον σκύλο ώστε να μας δώσει και την μηχανή, καλό το κουπί αλλά δεν λέει αν απομακρυνθείς λίγο απο παραλία. Με όλα αυτά περνάει η ώρα, γυρνάω κατά τις 9, μόλις είχαν φτάσει τα κορίτσια. Ανεβαίνωντας άκουγα τις σκάλες άκουγα την αγριοφωνάρα του κώστα και τα γέλια των κοριτσιών.

Μπαίνω, κάνει κίνηση ο κώστας να με γνωρίσει στην πρώτη αδερφή, που είναι φάτσα μου. Με βλέπει και την βλέπω, ωραίο κομμάτι δεν μπορώ να πω, κάτι μου θύμηζε όμως αλλά δεν έδωσα σημασία. Η κίνηση να απλώσω το χέρι πάει πακέτο με τα λόγια του κώστα "η καίτη και ο ......". Δεν προλαβαίνει να τελειώσει το ονομά μου και συγχρόνως ακούω απο πίσω μου μια γυναικεία φωνή να φωνάζει:

"ΒΑΣΙΛΗ, ΒΑΣΙΛΗΗΗ, δεν είναι δυνατόν!!!!"

Γιατί χρηστέ μου όλα σε μένα, τόσο κακός άνθρωπος είμαι και δεν το ξέρω? Τι αμαρτίες πληρώνω?

"ΒΑΣΙΛΗ???????????????????"

Η φωνή που έλεγε το ονομά μου ήταν αρκετά γνωστή, απο το πρόσφατο παρελθόν αλλά ο εγκέφαλος είχε ασκήσει βέτο στο να την επεξεργαστεί και να μου δώσει την πληροφορία, σε ποιόν (μάλλον ποιάν) ανήκει. Χωρίς να καταλάβω το πώς και το γιατί έχω μείνει άγαλμα, δεν γυρίζω να αντικρύσω την γυναίκα που με φώναζε, συνεχίζοντας να κουνάω αμήχανα το χέρι της καίτης. Ίσως η μεγαλύτερη σε διάρκεια χειραψία που έχω κάνει στην ζωή μου.

Απέναντι μου η καίτη να με κοιτάει απορημένη, να νιώθω τις χιλιάδες ερωτήσεις που περνάνε απο το μυαλό της και αν ήταν τεχνικώς δυνατόν να μπορούσε να μου τις πεί όλες με τη μία. Άφωνος και ο κώστας, προσπαθεί να κουμπώσει τα διάφορα κομμάτια του πάζλ (που σίγουρα ήξερα αρκετά απο αυτά) Και οι δύο μου δώσανε την εντύπωση οτι ξέρανε πλέον αρκετά καλά ποιός είναι ο τύπος με το όνομα βασίλης στην ιστορία που τους είχε πεί η ντίνα. Γιατι όσο και να μην ήθελα να το πιστέψω η γνωστή φωνή πίσω μου ήτανε της ντίνας.

Δεν μπορώ να πώ οτι έχω παράπονο απο την ζωή, μου γνώρισε όλο σχεδόν το σόϊ της ντίνας, την μάνα της μαζί με την κορούλα της και τώρα την αδερφή της. Κοινό σημείο? οτι δεν ήξερα οτι υπάρχει κανείς απο αυτούς, για τον πατέρα της είχα μάθει απο τον κώστα οτι είχε φύγει αρκετά νωρίς απο την ζωή.

Την όλη σειρά των σκέψεων και την ησυχία που είχε πέσει διακόπτει ο κώστας, μονολογώντας οτι είναι απίστευτο αυτο που έχει συμβεί. Ούτε σε μυθιστόρημα δεν γίνονται τέτοια πράγματα, φυσικά δεν είχα κανένα λόγο να διαφωνήσω μαζί του. Με τα πολλά γυρίζω, βλέπω την ντίνα. Εντυπωσιακή, δεν μπορώ να πώ, όπως την θυμώμουνα. Καμία αλλαγή πάνω της, ακριβώς όπως και την τελευταία φορά που την είχα δεί, όταν εμφανίστηκε τότε στο καφέ, πρίν περίπου ενάμισυ μήνα και κάτι ψιλά. Φάνηκε η μεγάλη της έκπληξη στο προσωπό της, είναι αλήθεια οτι και για αυτήν ήταν ένα απο τα πιό περίεργα παιχνίδια που της είχε οργανώσει η ζωή. Μετά την αρχική χαρά και την έκπληξη, φάνηκε να είναι κάπως σαστησμένη, να μην ξέρει πως να αντιδράσει. Την λύση την έδωσε ο κώστας, με τα κρύα αστεία του και τα περίεργα γέλια. Ζέστανε λίγο την όλη ατμόσφαιρα.

Η αδερφή της με τον κώστα είχαν αποτραβηχτεί και καλά να πούνε κάτι δικά τους και έχουμε μείνει μόνοι να κοιταζόμαστε σαν ηλίθιοι, ο καθένας βυθισμένος στις δικές του σκέψεις, με τόσες απορίες και απο τις δυο πλευρές αλλά να μην ξεκινάει κανείς να πεί ή να κάνει κάτι. Δεν μου άρεσε το όλο σκηνικό και της προτήνω να πάμε βολτούλα, να τσιμπήσουμε και κάτι και ν ατα πούμε αλλά χωρίς τα παιδιά. Συμφώνησε και φεύγουμε με την μια χωρίς να πούμε κάτι στα παιδιά, όχι οτι θα μας έψαχναν αλλά έτσι για το γαμώτο.

Είχε σκοτεινιάσει και εμείς σουλατσάρουμε στην παραλία, για κάποιο περίεργο λόγο η ντίνα ήταν αμίλητη, δεν έβγαζε άχνα, οπότε άρχησα τα δικά μου για να μπούμε σε ένα πιο καλό και φιλικό κλίμα. Της είπα για την γνωριμία με τον κώστα, πως περνάγαμε εκεί, τον λόγο που αποφάσησα να εξαφανιστώ και τα σχετικά, χωρίς να προχωρήσω σε λεπτομέρειες. Εγώ μίλαγα και η ντίνα στην κοσμάρα της, ταξίδευε σε άλλο μήκος κύμματος, σε άλλον πλανήτη και της λέω την πρόταση που την έκανε τούρκο (αθελά μου φυσικά):

--Σε βλέπω κάπως άβολα να αισθάνεσαι, αν δεν γουστάρεις που μας ήρθαν έτσι δεν χρειάζεται να βασανίζεσαι, να χαλάσεις το σαββατοκύριακο σου. Ο κώστας έχει οργανώσει καλά γούστα οπότε θα περάσετε φίνα και χωρίς εμένα.

Σαν να της άγγιξα κάποιο νεύρο, κάποιο κουμπί και τα πήρε. Τόσα πολλά λόγια σε τόσες λίγες στιγμές δεν νομίζω να μπορέσει άλλη γυναίκα να τα πεί. Μου έλεγε οτι με έψαχνε σχεδόν δυο μήνες, ήθελε να βρεθούμε να μιλήσουμε, δεν ήθελε να τελειώσει (αν έπρεπε) με τέτοιο τρόπο, δεν πίστευε το γιάννη που της έλεγε οτι δεν ήξερε που βρίσκομαι, δεν κατάλαβε γιατί εξαφανίστηκα χωρίς να ξέρει κανείς που είμαι, ότι έχει πολλά να μου πεί που νόμιζε οτι δεν θα είχε την ευκαιρία να μου τα πεί και όλα τα συναφή. Και το στόμα της να έχει πάρει φωτιά, απίστευτη γρηγοράδα στην ομιλία της και στην σκέψη της φυσικά.

Δεν το πολυκατάλαβα το όλο σκηνικό, αλλά μου έκανε κάτι σαν να ήμουνα και κατηγορούμενος και έπρεπε να απολογηθώ. Σκέφτηκα οτι αν απαντήσω και μπούμε στην διαδικασία του εσύ είπες και εγώ έκανα δεν θα βγάζαμε άκρη και θα τα μπλέκαμε ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Έχουμε σταματήσει σε ένα σημείο και την έχω μπροστά μου ν αμου λέει τα περίεργα και εγώ να την κοιτάω τόσο ερωτικά!!!!, η ψιλοτσαντίλα που είχε όταν μίλαγε της έδεινς ένα φοβερά ερωτικό τόνο στα χαρακτηριστικά της. Καθόμουνα και την χάζευα, ενώ συνέχιζε ακτάπαυστα να μιλάει για το διάστημ που δεν με έβρησκε. Παρατηρούσα το χρώμα των μαλλιών της και με εντυπωσίαζε, η έντονη απόχρωση του μπλέ που ξεχώριζε απο το μαύρο στο φώς του φεγγαριού, τα μαύρα μάτια της ήταν εντυπωσικά, το βλέμα μου έκανε μια βόλτα απο όλα τα χαρακτηριστικά του προσώπο της και μου ξαναθύμισε την σκέψη που είχα κάνει όταν την γνώρισα στο πάρτυ: ήταν πολύ όμορφη, γεγονός.

Αυθόρμητα βάζω τα δαχτυλα μου στα χείλη της και σταματάει με τον ίδιο απότο μο τρόπο να μιλάει όπως είχε αρχίσει. Με κοιτούσε με ένα περίεργο βλέμμα ήμουνα σίγουρος για την σκέψη της: "αν δεν με φιλήσεις τώρα, θα σου ανοίξω το κεφάλι με κανά βότσαλο, το πιο μεγάλο που θα βρώ". Κάτι προσπάθησα να πώ (δεν θυμάμαι τί), αλλά κάνει την ίδια κίνηση να με σταματήσει, και σεβάστηκα την σκέψη της για το φιλί (οχι οτι δεν ηθελα, να μην λέμε και οτι θέλουμε). Αμέσως μετά την βλέπω να είναι μέσα στην τρελή χαρα, ένα κέφι απίστευτο και ήθελε να πάμε για φαϊ. Πρόβλημα κανένα.

Είχε το τρελό κέφι βάζουμε και 2 μπουκαλάκια κρασί, οπότε η ντίνα βρίσκονταν σε άλλη διάσταση, όχι μεθυσμένη αλλά με ένα τρελό κέφι. Στην βόλτα που ακολούθησε (για να χωνέψουμε και τα όχι λίγα που χλαπακιάσαμε) μου ζήτησε να περάσουμε μαζί το διήμερο και μετά να αποφασίσω εγώ αν θα συνεχίσουμε ή όχι. Δεν ξέρω γιατί αλλά αν και θα μπορούσα να πώ ναί για το διήμερο και να την κάνω μετά, της είπα απο την αρχή να μην ελπίζει για κάποια συνέχεια. Οι λόγοι άπειροι: η διαφορά ηλικίας, η κόρη της, το γεγονός οτι θα έφευγα το σεπτέμβρη για σπουδές εκτός ελλάδος ήταν οι κυριότεροι. Τα περισσότερα τα ήξερε γιατι είχε συζητήσει με τον γιάννη που με ήξερε σαν κάλπικη δεκάρα, το πώς σκέφτομαι και το πώς αντιδρώ γενικά. Οπότε της έκανα την εξήγηση απο την αρχή να μην ελπίζει σε κάποια συνέχεια, τουλάχιστον όσο αφορά το ερωτικό κομμάτι.

Το δέχτηκε χωρίς περιστροφές και μου ζήτησε το ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΑΣ ΕΡΩΤΙΚΟ ΔΙΗΜΕΡΟ, χωρίς το αύριο χωρίς το μετά. Δεν αρνήθηκα, άλλωστε ήταν η πιο εντυπωσιακή γυναίκα που είχα μέχρι τότε δίπλα μου (και ανάμεσα στις καλύτερες ακόμη και σήμερα), σε συνδυασμό με το κάτι που μου έκανε κλίκ στο χαρακτήρα και την συμπεριφορά της, αναμηγμένα με τις απίστευτες στιγμές που είχαμε ζήσει σπίτι της, δεν μου έδειναν περιθώρια άρνησης. Με την όλη αυτή συζήτηση έχουμε φτάσει στην βάρκα, ανεβαίνουμε και χανόμστε στο σκοτάδι. Η εμπειρία του απίστευτου έρωτα εκείνης της βραδυάς στην μέση της θάλασσας, στο απόλυτο σκοτάδι, με τα μικροσκοπικά φώτα που έκαναν μια αμυδρή αντανάκλαση πάνω στο νερό ήτανε μοναδική.

Το διήμερο απο τα καλύτερα (αν όχι the best so far), και για τους δυό μας, Απίστευτες σκηνές ερωτισμού, γέλιου, ξεγνιασιάς, ηρεμίας και ίσως κάποια σημεία πραγματικής αγάπης. Δεν μπόρεσα ποτέ να το ξεκαθαρίσω ολοκληρωτικά το σημείο αυτό, ούτε φυσικά και η ντίνα. Το μόνο σίγουρο είναι οτι μπήκαμε βαθιά στην ψυχή του άλλου, κρατήσαμε ένα σημείο δικό μας που δεν θα μπορούσε να το κατακτήσει ποτέ κανείς άλλος, το διήμερο εκείνο χαράκτηκε για πάντα στην ψυχή και την μνήμη μας. Άλλωστε δεν ήταν λίγες οι φορές που σε τηλεφωνικές συζητήσεις που είχαμε (ναι, είχαμε αναπτύξει μια "φιλία" να το πω, αρκετά δυνατή που πάντα όμως βασίζονταν στις αναμνήσεις μας), διεθνείς πλέον λόγω των σπουδών μου, αναπολούσαμε εκείνο το διήμερο. Δεν ήταν λίγες οι φορές που φτάσαμε τόσο κοντά να το επαναλάβουμε αλλά ποτέ όμως δεν το κάναμε, αν και το αναφέραμε για χρόνια.

Παρόλα αυτά, δεν μπορώ να ξέρω αν ήτανε σωστό ή όχι το να αρνηθώ την τελευταία φορά. Κάποιες στιγμές πιστεύω οτι έκανα το "σωστό" (τι να σημαίνει άραγε σωστό?), όταν μετά απο 4 χρόνια, καλοκαιράκι συναντηθήκαμε και μου είπε οτι είχε έναν σοβαρό δεσμό εδώ και κάποιους μήνες. Κατα πάσα πιθανότητα πρίν το τέλος του χρόνου θα παντρεύονταν, μου ζήτησε να κάνουμε πραγματικότητα το όνειρό μας, να επαναλάβουμε το διήμερο, αυτό που συζητούσαμε τα τελευταία 4 χρόνια να γινότανε πραγματικότητα.

Η χαρά μου ήταν απίστευτη όταν μου είπε ότι ίσως παντρευτεί. Αλλά δεν ήταν ολοκληρωτική, κάτι με χάλαγε, με κόλλαγε και φυσικά όταν μου πρότεινε για το διήμερο δεν σκέφτηκα ούτε στιγμή την αντίδρταση μου. Απλά μου βγήκε, αυθόρμητα.

Σηκώθηκα, την φίλησα στο στόμα και έφυγα. Δεν είπα κάτι περισσότερο δεν έκανα κάτι λιγότερο. Απλά, έφυγα. Μπερδεμένα συνασθήματα για πολύ καιρό, το σεπτέμβρη νε παίρνει τηλέφωνο (διεθνή) η κούκλα. Ξαφνιάστηκα, δεν ήταν και οτι πιο φυσικό. Μου ζήτησε αν μπορούσα να βρεθώ στο γάμο της μαμάς της, σε 2 μήνες. Μαλάκας εγώ στο τηλέφωνο, έκπληξη απίστευτη να με πάρει η χριστίνα να μου ζητήσει κάτι τέτοιο. Μετά την πρόταση, εμφανίζεται η γνώριμη φωνή της ντίνας, μου εξήγησε οτι φοβότανε να πάρει μην το κλείσω. Με ήθελε με κάθε θυσία στο γάμο της, και σε θέση στο τραπέζι δίπλα στην αδερφή της και τον κώστα (το γκαρσόν). Το ίδιο συναίσθημα για ακόμη μια φορά, έκδηλη χαρά γιατο γάμο της αλλά και κάτι......περίεργο.

Στο γάμο της φυσικά και πήγα. Απλά υπέροχη, κάθε λέξη για να την περιγράψω θάναι σαν να την αδικώ. Σε κάποια στιγμή, που γίνονταν οι καθιερωμένες ευχές, φεύγει η χριστίνα και έρχεται δίπλα μου, στέκεται κοιτώντας την μάνα της, μονολογεί οτι είναι πολύ όμορφη και ο γαμπρός είναι καλό παιδί. Δεν ανέφερε ούτε μπαμπάς - πατριός ή κάτι άλλο, απλά είπε γαμπρός. Είχε πλέον μεγαλώσει αρκετά η χριστίνα, έκλεινε τα 13 και έμοιαζε απίστευτα στην ντίνα. Γυρνώντας να φύγει, μου σκέι ένα φιλί στο μάγουλο και μου ψιθυρίζει:

--"Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι πίνεις το φραπέ με 9 παγάκια, ούτε και η μαμά".

Δεν μπόρεσα να μπώ στη σειρά για να χαιρετήσω και να ευχηθώ. Στάθηκα λίγο ακόμα να την χαζεύω, να σιγουρευτώ ίσως οτι όντως είναι χαρούμενη και ευτυχισμένη. Κάνοντας να φύγω, σαν να το ήξερε, γύρισε το κεφάλι της με κοίταξε και το βλέμα της μου έδωσε όλες απαντήσεις. Κάνω ένα νόημα με μιά ελαφρά κίνηση του κεφαλιού, της στέλνω ένα φιλί και εξαφανίζομαι. Ήταν η τελευταία φορά που την είδα, κατάλαβα οτι ήταν χαρούμενη αλλά .....

Απο τότε δεν την είδα ούτε την άκουσα, κατα καιρούς μαθαίνω νέα της απο την λένα (έχει διατηρήσει φιλική σχέση με τον γιάννη), ενώ σε ανύποπτη στιγμή μετά απο μερικά χρόνια συναντήθηκα "τυχαία" με την χριστίνα. Είχε γίνει αντίγραφο της ντίνας, πανέμορφη. Πολλές οι προσπάθειες κατά καιρούς απο διάφορους "γνωστούς" για κάποια συνάντηση μας με την ντίνα. Είχαμε όμως και οι δύο την άποψη: "Δεν είναι σωστό"

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΕΛΙΚΑ ΤΟ ΣΩΣΤΟ ΚΑΙ ΠΟΙΟ ΤΟ ΛΑΘΟΣ?


1 Comments:

At 11:21 π.μ., Blogger Afrikanos said...

Αδερφέ, στο'χω ξαναπεί: είσαι μοναδικός στο είδος σου...Η ζωή σου έχει προσφέρει τόσες ιστορίες που πρέπει να γίνουν βιβλίο και σίγουρα bestseller, οπότε μην αγχώνεσαι για την ιατρική...
Στα σοβαρά τώρα, έζησες κάτι που λίγοι άνθρωποι έχουν την δυνατότητα να ζήσουν, να το ζήσουν όμως πραγματικά, σε όλο του το μεγαλείο..."έκατσε" απλά η κακή χρονική "φάση" (αγαπημένη μου λέξη τώρα τελευταία όπως ξέρεις)...Όμως το βίωμα δεν το χάνεις και να'σαι ευτυχισμένος που το έζησες τελικά! Είσαι πολύ τυχερός άνθρωπος, σε ζηλεύω....

 

Δημοσίευση σχολίου

<< Home